- κιλοτζάουλ
- τομονάδα έργου ή ενέργειας ίση με 1.000 τζάουλ (σύμβ. kJ).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. kilojoule < kilo- (< χίλιοι) + joule < κύριο όν. James Joule, Άγγλου φυσικού].
Dictionary of Greek. 2013.